ῥοδανοῦ

ῥοδανοῦ
ῥοδανός
wavering
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Λιόν — (Lyon). Πόλη (453.187 κάτ. το 1998) της νοτιοανατολικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ροδανού. Βρίσκεται σε μια λοφώδη περιοχή, στις ανατολικές παρυφές του Κεντρικού Ορεινού Όγκου, στη συμβολή των ποταμών Σον και Ροδανού. Οι δύο αυτοί ποταμοί την …   Dictionary of Greek

  • ροδανός — I (Rhτne γαλλικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που εκβάλλει στον Κόλπο του Λέοντα (Μεσόγειος θάλασσα). Με τον ρου του (812 χλμ.) διασχίζει τη νότια Ελβετία και τη νοτιοανατολική Γαλλία και έχει λεκάνη απορροής 99.000 χλμ., από τα οποία 90.000… …   Dictionary of Greek

  • Βαλέ — (γαλλ. Valais, γερμ. Wallis). Καντόνι (5.226 τ. χλμ., 276.200 κάτ. το 2000) της ΝΔ Ελβετίας, που συνορεύει Ν με την Ιταλία και ΝΔ με τη Γαλλία. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι καθολικοί στο θρήσκευμα, γαλλόφωνοι στο δυτικό τμήμα και γερμανόφωνοι… …   Dictionary of Greek

  • Βιέν — (Vienne). Πόλη (30.386 κάτ. το 1999) της νοτιοανατολικής Γαλλίας, στον νομό Ιζέρ, στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ροδανού Άλπεων, στην αριστερή όχθη του Ροδανού και 25 χλμ. Ν της Λιόν. Η Β. είναι βιομηχανικό κέντρο και παράγει μάλλινα είδη, χαρτί,… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Προβηγκία — (Provence). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας και αρχαία επαρχία του βασιλείου πριν από τη Γαλλική επανάσταση. Σήμερα διαιρείται στους νομούς Μπους ντι Ρον, Βαρ, Άλπεων της Άνω Π., Παραθαλάσσιων Άλπεων και περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα του …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • Άλετς — (Aletsch). Ο μεγαλύτερος παγετώνας (130 τ. χλμ.) του ορεινού συστήματος των Άλπεων (Βερνικές Άλπεις). Βρίσκεται σε ελβετικό έδαφος, στο καντόνι του Βαλέ, στη βόρεια πλευρά της άνω κοιλάδας του Ροδανού και σε ύψος 2.000 μ. Η γλώσσα του εκτείνεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”